-
1 φιλοτεχνία
φῐλοτεχν-ία, ἡ,A enthusiasm for art, Pl.Criti. 109c, Poll.6.167;ἡ περὶ [τὴν μουσικὴν] φ. Phld.Mus.p.19
K.; craftsmanship, of sculptors, D.S.1.98; of the pyramid-builders, ib.64;ἡ περί τι φ. Arr.Epict.2.5.21
;περὶ τὰς κόμας Str.10.3.8
; ingenuity, artifice, φ. καὶ δόλῳ, of hunters, D.S. 3.37; in good sense,φ. ἡ περὶ τὸ ἱερόν IG22.1023
, cf. Antyll. ap. Orib.6.10.7.II of things, artistic or ingenious construction, D.S.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοτεχνία
См. также в других словарях:
Άβαροι — Ασιατικός λαός, ουννικής καταγωγής, που εμφανίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. στις όχθες του Δούναβη. Κυριάρχησε σχεδόν επί τρεις αιώνες στην κεντρική Ευρώπη. Οι επιδρομές του διέσπασαν το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών, ερήμωσαν τις βορειότερες επαρχίες… … Dictionary of Greek